- ἀπλέτου
- ἄπλετοςboundlessmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
непрестоуплениѥ — НЕПРЕСТОУПЛЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Неделимость, целостность: земночетьство Ѥгѹптѧне преже, гл҃ть, ѡбрѣтъше, ѿ непрестѹплени˫а землi и раздѣлениѥ ‹н›аѹчивъшесѧ исписаша (ἐκ τοῦ ἀπλέτου) ΓΑ XIII–XIV, 35г. Ср. престѹплениѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
непрестоупьныи — (8*) пр. 1.Ненарушаемый, неприкосновенный: и воплотитисѧ ѿ ч(с)тыхъ и непреступны(х) ˫адръ дѣвическъ. СбЧуд XIV, 284г; заповѣдь же непреступьнъ имать ˫аремъ. (ἀπαροβατον) ПНЧ XIV, 164б. 2. Недоступный, недосягаемый: [о Боге] пѣ(с) недостоины ѹсты … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
τριλαμπής — ές, ΝΜΑ (συν. για την Αγία Τριάδα) αυτός που εκπέμπει τριπλή λάμψη, υπέρλαμπρος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριλαμπές η εκπομπή άπλετου φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πολυ λαμπής] … Dictionary of Greek
φωτόφιλος — η, ο, Ν 1. αυτός που αγαπά το φως, που τού αρέσει το φως 2. φρ. α) «φωτόφιλη φάση» βοτ. φάση στον κύκλο ζωής τών φυτών κατά την οποία το φως επάγει την ανθοφορία β) «φωτόφιλος οργανισμός» βιολ. οργανισμός που ευδοκιμεί σε συνθήκες άπλετου… … Dictionary of Greek
ησυχαστές — Οπαδοί θρησκευτικού μυστικιστικού κινήματος στο Βυζάντιο (14ος αι.). Επιδίωκαν –μέσω της απόλυτης συγκέντρωσης και της προσευχής– να περιπέσουν σε έκσταση και να επικοινωνήσουν με τον Θεό. To κίνημα αυτό, που αναπτύχθηκε κυρίως στο Άγιον Όρος,… … Dictionary of Greek